- προδιίστημι
- Α1. εκτείνω, διαστέλλω προηγουμένως2. παθ. προδιίσταμαια) σπέρνω τη διχόνοια («προδιέστη τὸ κατά χώραν πλῆθος», Ιώσ.)β) διίσταμαι, διαφωνώ3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) προδιεστάμενος, -ένη, -οναυτός που έχει καθοριστεί, που έχει αποφασιστεί εκ τών προτέρων.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + διίστημι «διακρίνω, διαχωρίζομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.